Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαλκής — εὐαλκής, ές (Α) ισχυρός, άλκιμος («εὐαλκής νεότης», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλκής (< αλκή «δύναμη»), πρβλ. αν αλκής, τοξ αλκής] … Dictionary of Greek
Εὐάλκη — Εὐάλκης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)